- χαμαιπλάτανος
- χᾰμαι-πλάτᾰνος [pron. full] [πλᾰ], ἡ,A dwarf plane, Plin.HN12.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαμαιπλάτανος — ἡ, Α θαμνώδης πλάτανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + πλάτανος] … Dictionary of Greek
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek